Η Θέση της Ομοιοπαθητικής Θεραπευτικής στη Διεπιστημονική Παρέμβαση των Παιδικών Διαταραχών

Η Θέση της Ομοιοπαθητικής Θεραπευτικής στη Διεπιστημονική Παρέμβαση των Παιδικών Διαταραχών

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin

Πάνος Γεώργιος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Περίληψη

Η ανάγκη της θεραπευτικής παρέμβασης σε παιδιά με ψυχοσυναισθηματικές δυσκολίες ξεκινάει από τα πρώιμα στάδια ανάπτυξης. Η σύγχρονη αντιμετώπιση απαιτεί τον χειρισμό από διεπιστημονική ομάδα ώστε να δημιουργείται μια περισσότερο εξατομικευμένη προσέγγιση που θα αποδώσει μια ολιστική παρέμβαση στα ζητήματα της παιδικής ηλικίας. Η ομοιοπαθητική μπορεί να διαδραματίσει καταλυτικό ή ενισχυτικό ρόλο στην πορεία βελτίωσης ή και θεραπείας των δυσκολιών των παιδιών με ήπιο και αποτελεσματικό τρόπο. Παρά και πέρα την κριτική που δέχεται ως αμφιλεγόμενο θεραπευτικό σύστημα, δύναται να αποτελέσει μια εναλλακτική προσέγγιση. Σήμερα στην Ελλάδα όλο και περισσότερο, προσπαθεί να βρει το θώκο ανάμεσα στα υπόλοιπα θεραπευτικά συστήματα για να ενσωματωθεί και να συνεργαστεί για την εξυπηρέτηση και την αποκατάσταση της υγείας. Η ψυχοσωματική μελέτη και κυρίως η ψυχική εστίαση που χρειάζονται από τον ομοιοπαθητικό θεραπευτή, φανερώνει ότι η ομοιοπαθητική ασχολείται περισσότερο με την ψυχονοητική σφαίρα του ανθρώπου. Το γεγονός αυτό δίνει την αίσθηση πως η ομοιοπαθητική τοποθετείται γενικά ανάμεσα στην επιστήμη της ψυχολογίας αλλά και της ιατρικής. Η σημαντική διαφορά στην προσέγγιση του ανθρώπου φέρνει την ομοιοπαθητική αντιμέτωπη με την επικρατούσα ιατρική νοοτροπία. Οι συνεχείς επιστημονικές αποδείξεις μαζί με τους αναλλοίωτους μέσα στο χρόνο κανόνες που την διέπουν, δίνουν σε αυτή την «άυλη» θεραπευτική προσέγγιση αίσθημα ασφάλειας και νέας προοπτικής. Η αργοπορία μιας πολιτείας χωρίς μέθοδο στη θέσπιση των νόμων, δημιουργεί σοβαρό κενό στη βοήθεια από την ομοιοπαθητική των παιδιών μέσω του δημόσιου συστήματος υγείας και δεν ευνοεί την εξωτερική ιδιωτική πηγή βοήθειας μέσω των ομοιοπαθητικών επαγγελματιών.

Λέξεις κλειδιά: παιδικές διαταραχές, ομοιοπαθητική, ιατρική, ψυχολογία, θεραπείες.

Εισαγωγή

Η διεπιστημονική ομάδα αναφορικά με τα προβλήματα παιδιών βοηθάει να εξατομικευτεί η θεραπευτική προσέγγιση που θα προσφερθεί. Οι θεραπευτικές παρεμβάσεις σκοπό έχουν να μειώσουν ή και να εξαφανίσουν προβλήματα όπως στην μάθηση, στην κοινωνικότητα, την παραβατικότητα, κα. Οι παρεμβάσεις στο φάσμα

των παιδικών διαταραχών είναι ποικίλες καθώς κάθε φορά απευθύνονται σε μια διαφορετική ανάγκη. Τα συστήματα ταξινόμησης (DSM&ICD) δημιουργούν συγκεκριμένα όρια διάγνωσης και παρεμβάσεων ενώ οι δυσκολίες που δεν τυγχάνουν διαγνωστικής ταμπέλας, δέχονται ήπιες παρεμβάσεις.

Ένας αυξανόμενος αριθμός παιδιών καταλήγει στην χρήση συμβατικών φαρμάκων που αφορούν ψυχικές διαταραχές ως τελευταία επιλογή. Η αυξανόμενη χρήση τους σε παιδιά θα πρέπει να εκτιμηθεί διπλά για την ασφάλεια τους. Δημιουργείται η αντίληψη πως είναι η εκ των ων ουκ άνευ λύση στα σοβαρά ή μη προβλήματα της παιδικής ηλικίας και ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση (Βυθούλκας, 2001). Έτσι, γίνεται κατάχρηση και δημιουργούνται κύκλοι παρενεργειών με εισροή περισσότερων φαρμάκων για την αντιμετώπισή τους, με αποτέλεσμα ο κύκλος φαρμακοληψίας να επαναλαμβάνεται αυξητικά (Βαρσακέλη, 2005).

Η ομοιοπαθητική μπορεί να βοηθήσει όλες τις περιπτώσεις ήπια και εξατομικευμένα. Μπορεί να προσφέρει βελτίωση της ψυχικής σφαίρας χωρίς να καταπιέζει τα συμπτώματα και τον οργανισμό και χωρίς παρενέργειες (side effects). Ο τρόπος δράσης της ομοιοπαθητικής έχει επιβεβαιωθεί από κλινικές μελέτες, δεν έχει όμως ερμηνευτεί πλήρως ο τρόπος δράση της (Χαριτάκης, 2009. Gray, 2000).

Η κριτική που υφίσταται η ομοιοπαθητική από τους διανοούμενους του επιστημονικού χώρου είναι εχθρική και θεωρούν όλο το θεραπευτικό σύστημα αντιεπιστημονικό και αβάσιμο καθώς δεν εξηγείται επαρκώς η δράση της δυναμοποιημένης υπέρ-αραίωσης των θεραπευτικών ιαμάτων (Swayne, 2008). Στη σελίδα του Wikipedia, στο λήμμα Ομοιοπαθητική, η ενημέρωση εμφανίζεται ως εξής: ‘Η ομοιοπαθητική αποτελεί μία ψευδοεπιστήμη – μία πεποίθηση η οποία παρουσιάζεται εσφαλμένα ως επιστημονική. Τα ομοιοπαθητικά παρασκευάσματα δεν είναι αποτελεσματικά για τη θεραπεία καμίας νόσου’.

Η Ομοιοπαθητική

‘Τα συμπτώματα αποτελούν μόνο την έκφραση της ασθένειας και δεν αποτελούν την ίδια. Πίσω από αυτή την πολλαπλότητα των συμπτωμάτων υπάρχει μια ενότητα… σκοπός μας δεν είναι απλά και μόνο η αφαίρεση των συμπτωμάτων της ασθένειας καθώς δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι έχει θεραπευθεί συνολικά ο ασθενής’ (Ghatak, 2003). Το σύστημα της ομοιοπαθητικής χαρακτηρίζεται από νόμους και κανόνες οι οποίοι επιβεβαιώνονται με την εμπειρία (Kent, 1900). Έτσι, το εξατομικευμένο θεραπευτικό επιλέγεται με μεγάλη ακρίβεια και δεν επικρατεί τυχαιότητα στην επιλογή του. Δεν υπάρχει κάποια επιβολή ή συνεννόηση στη θεραπευτική μεταβολή,

το ομοιοπαθητικό ίαμα λειτουργεί σαν καταλύτης και η θεραπευτική εξέλιξη είναι προσωπική και ελεύθερη (Roberts, 1998).

Ο νόμος των ομοίων σημαίνει ότι, τα συμπτώματα που προκαλεί η ομοιόσταση του εκάστοτε οργανισμού, θεραπεύονται όταν τα αυξήσουμε με όμοιο χαρακτήρα (στο σύνολο). Ο Hahnemann στο Όργανον της Θεραπευτικής (1842, 6ηέκδ.), στις παραγράφους 78, 11α, 12, 13, 14, 15, 16, αναφέρει: Οι αληθινές φυσικές χρόνιες παθήσεις αυξάνουν πάντοτε με την πάροδο του χρόνου. Ακόμα και με την άριστη πνευματική και σωματική αγωγή (εκτός της ομοιοπαθητικής θεραπείας), χειροτερεύουν και βασανίζουν τον άνθρωπο μέχρι το τέλος της ζωής. Η ζωτική δύναμη και ο οργανισμός αποτελούν μια ενότητα. Η αρρώστια δεν μπορεί ποτέ να θεωρείται, σαν κάτι ξεχωριστό από το ζωντανό σύνολο. Μόνο το νοσηρό τμήμα της ζωτικής δύναμης γεννάει την αρρώστια. Εάν είναι κάτι θεραπεύσιμο θα αναγνωρίζεται μέσω των συμπτωμάτων. Η ζωτική μας δύναμη μπορεί να καταληφτεί και να επηρεαστεί μόνο με δυναμικό τρόπο. Τέτοιες νοσογόνες διαταραχές (οι αρρώστιες) δεν μπορούν να απομακρυνθούν παρά μόνο με πνευματοειδείς δυνάμεις των κατάλληλων φαρμάκων (δυναμοποιημένων). Τα θεραπευτικά ιάματα μπορούν να επαναφέρουν, μόνο μέσω δυναμικής δράσης πάνω στη ζωτική αρχή, υγεία και αρμονία ζωής (Hahnemann, 1842).

Ο νόμος της ελάχιστης δόσης (υψηλή αραίωση και δυναμοποίηση), είναι το μεγάλο επίτευγμα του Hahnemann, λέει: ‘μόνο εκείνη η ελάχιστη δόση μπορεί να περιέχει την καθαρή, φανερή, πνευματοειδή φαρμακευτική δύναμη και να επιδρά τόσο πολύ, δυναμικά μόνο, ενώ κάτι τέτοιο δεν μπόρεσε να επιτευχθεί από την ακατέργαστη φαρμακευτική ύλη, ακόμα και σε μεγάλη δόση’.

Πρόκειται για κρούσεις (δονήσεις) του φαρμακευτικού διαλύματος με διαδοχικές αραιώσεις. Οι αραιώσεις συνεχίζονται και ξεπερνούν τον αριθμό του νόμου Avocadro (1811), που λέει πως δεν περιέχεται καμιά αρχική ουσία σε εκατοστιαίο διάλυμα (1/100), το οποίο αραιώνεται διαδοχικά με τον ίδιο τρόπο, περισσότερο από 12 φορές (Weiner, 1991, σελ.82). Τότε γεννάται το ερώτημα, τι χορηγούμε στον ασθενή όταν η αραίωση του φαρμακευτικού διαλύματος είναι 30, 200, 1000 ή 10.000 φορές ;

Η σύγχρονη κβαντομηχανική φυσική έρχεται να ερμηνεύσει αυτό το φαινόμενο με τα σύμπλοκα συνάφειας του νερού (Gray, 2000). Την ίδια ώρα παραμένει δογματικά η αμφισβήτηση. Το ομοιοπαθητικό θεραπευτικό μέσω δεν μεταφέρει κανένα χημικό ερέθισμα στον οργανισμό, αλλά μια «πληροφορία» σε δυναμικό πεδίο (Βυθούλκας, 2005), που απευθύνεται στη ζωτική αρχή του οργανισμού, και σαν συνέπεια στον ομοιοστατικό μηχανισμό (ομοιόσταση με την ευρεία έννοια). Ο Hahnemann αναφέρει ότι τα ψυχικά συμπτώματα είναι τα σημαντικά συμπτώματα ειδικά σε μια χρόνια ασθένεια. Μια θεραπεία στοχευμένη πάνω στις σωματικές ενοχλήσεις με τα καταλληλότερα ομοιοπαθητικά ιάματα είναι εντελώς αποτυχημένη.

Για να γνωρίσουμε τις θεραπευτικές ιδιότητες που έχει κάθε ομοιοπαθητικό ίαμα θα πρέπει να τις αναγνωρίσουμε μέσα από την επίδραση σε υγιείς ανθρώπους. Τα πειράματα σε ζώα δεν μπορούν να δώσουν ασφαλή συμπεράσματα καθώς διαφέρει σημαντικά η φυσιολογία τους και δεν μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες που αφορούν την ψυχική σφαίρα (Καλδάνη, 2008, σελ.199. Twardosz, 2012). Κατά το ομοιοπαθητικό proving δημιουργείται τεχνητή νόσος σε υγιείς ανθρώπους, όπου αργότερα υποχωρεί αφήνοντάς μόνο στοιχεία φαρμακολογίας και έναν υγιέστερο οργανισμό (Hahnemann, 1842, παρ.126-141).

Η αρχή του μοναδικού ιάματος κάθε φορά σημαίνει ότι δεν πρέπει να δίνονται περισσότερα από ένα ιάματα ταυτόχρονα (Καλδάνη, 2008, σελ. 109).

Ο νόμος του Hering (Constantine Hering,1800-1880) ή αλλιώς νόμος της πορείας της θεραπείας εμφανίζει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς μπορούμε να διακρίνουμε σε κάθε περίπτωση με σιγουριά, αν οι μεταβολές κατά τη θεραπευτική διαδικασία είναι προς τη κατεύθυνση της θεραπείας και του οφέλους για τον οργανισμό ή προς την κατεύθυνση της καταστολής και της επιδείνωσης (Weiner, 1991, σελ.95).

Έρευνες Ομοιοπαθητικής στις Παιδικές Διαταραχές

Η εξατομικευμένη και ολιστική προσέγγιση στην ομοιοπαθητική, δυσκολεύει τη διεξαγωγή μιας στατιστικής έρευνας. Ο Swayne (2008) αναφέρει, ‘Η επιστημονική αλήθεια μπορεί να ανακαλυφθεί, αλλά όχι να κατασκευαστεί. Η μεθοδολογία της απόδειξης, ωστόσο, είναι κατασκευασμένη και ενδεχομένως, και ποτέ δεν μπορεί να είναι απόλυτη’.

Τα παιδιά μπορούν να έχουν θεαματικά αποτελέσματα με την ομοιοπαθητική. Η ζωτικότητα των παιδιών είναι υψηλή κάτι που ενισχύει τη θετική πρόγνωση στη θεραπευτική πορεία (Βυθούλκας, 2001).

Η ομοιοπαθητική θεραπεία σε παιδιά που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού δείχνει πως μπορεί να υπάρξει βελτίωση στην απόδοση, στο γνωστικό και κινητικό επίπεδο, καθώς και στη συμπεριφορά (Macedo, 2008. Praful, 2014). Η καταξιωμένη έρευνα του Frei (2005), δείχνει θετικά αποτελέσματα βελτίωσης στη ΔΕΠ-Υ. Η συγκριτική έρευνα ομοιοπαθητικής και μεθυλφαινιδάτης, δείχνει την ομοιοπαθητική να υπερτερεί (Frei, 2001). O Pravven (2013) και ο Lamont (1997), διακρίνουν αποτελεσματικότητα της ομοιοπαθητικής στη ΔΕΠ-Υ.

Η ομοιοπαθητική μπορεί να βοηθήσει σε μαθησιακές δυσκολίες (δυσλεξία, δυσγραφία), και έχει σημαντικά αποτελέσματα όταν συνδυάζεται με την καθιερωμένη εκπαιδευτική διαδικασία, παράλληλα βοηθάει να μειωθούν και άλλες διαταραχές όπως η ΔΕΠ-Υ (Kumar, 2014).

Στα αποτελέσματα όλων των ερευνών φαίνεται η ανάγκη για μεγαλύτερης διάρκειας έρευνα καθώς όσο γίνεται χρήση των ομοιοπαθητικών ιαμάτων τόσο μεγαλύτερη είναι η βελτίωση.

Η ομοιοπαθητική δίνει καταπληκτικά αποτελέσματα στη θεραπεία πολλών ψυχιατρικών ασθενειών, όπως στη ΔΕΠ-Υ, στις αναπτυξιακές διαταραχές, στο φάσμα του αυτισμού, σε μαθησιακές δυσκολίες, νοητικά και συναισθηματικά προβλήματα. Μειώνει την επιθετικότητα, την ανησυχία και την επιμονή με φυσικό τρόπο ενώ προάγει τη χαρά, την οργανωτικότητα, την παραγωγικότητα, τη δημιουργικότητα, την ανάπτυξη του παιδιού (Ullman, 2000. Ullman, 2005. Torako 2008).

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η ομοιοπαθητική είναι μια καλά αποδεδειγμένη εναλλακτική πρόταση που χρησιμοποιείται επιτυχώς για περισσότερα από 200 χρόνια. Εφαρμόζεται σε όλο τον κόσμο. Υποστηρίζεται από αναρίθμητες έρευνες. Η θεραπεία γίνεται ολιστικά στο άτομο, στη ρίζα του προβλήματος και όχι μόνο πχ στα προβλήματα συμπεριφοράς ή μάθησης. Υψηλά εξατομικευμένη θεραπεία βασισμένη σε πολλά περισσότερα από μια απλή διάγνωση. Λειτουργεί αρμονικά με τη φυσική θεραπευτική δύναμη του οργανισμού. Είναι υπερβολικά ασφαλής, φυσική μακριά από ανεπιθύμητες παρενέργειες των συμβατικών φαρμάκων όπως το άγχος, η διακοπή της όρεξης, η αϋπνία, τα τικ ή το rebound φαινόμενο. Τα ομοιοπαθητικά ιάματα ποτέ δεν καταπιέζουν τη φυσική ανάπτυξη του παιδιού. Στην πραγματικότητα η εμπειρία δείχνει ότι σε πολλά παιδιά η ανάπτυξη εκτινάσσεται μετά την έναρξη της ομοιοπαθητική θεραπείας. Δεν κάνει το παιδί καταθλιπτικό ή αμβλύ όπως το αποτέλεσμα των διεγερτικών και των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, όπου τα παιδιά δείχνουν μαραμένα και να μην είναι ο εαυτός τους. Το αποτέλεσμα που φέρνει το ομοιοπαθητικό ίαμα διατηρείται χωρίς να χρειάζονται επαναλαμβανόμενες δόσεις, όπως στη συμβατική αγωγή, για να διατηρηθεί το αποτέλεσμα. Ικανή να αποτρέψει ασθένειες, καθώς ενισχύει την άμυνα του οργανισμού. Συμβατότητα με τα φάρμακα της συμβατικής αγωγής (Ullman, 2000. Ullman, 2005).

Κοινές και Διαφορετικές πτυχές με άλλα Θεραπευτικά Συστήματα

Οι διάφορες σχολές ψυχολογίας αποκλίνουν στην αντίληψη μεταξύ τους σχετικά με το ζήτημα άνθρωπος – πρόβλημα. Η ομοιοπαθητική θεωρία και φιλοσοφία συναντάει εναρμονισμένα κάποιες από αυτές, ενώ με άλλες εφάπτεται συμπληρωματικά. Στη Γιουγκιανή ψυχοθεραπεία υπάρχουν πολλά κοινά σημεία που μοιράζονται με την Ομοιοπαθητική και προέρχονται από την Αλχημιστική και την Βιταλιστική παράδοση (Whitmont, 1980).

Στην ομοιοπαθητική ασπαζόμαστε τις αρχές της φαινομενολογίας. Η προσωπική περιγραφή του εμποδίου που αισθάνεται το άτομο είναι σημείο όπου θα πρέπει να

σταθούμε και να διερευνήσουμε περισσότερο. Σε ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις το σύμπτωμα συχνά ενθαρρύνεται και μεγαλοποιείται με την τεχνική της ενίσχυσης (Ginger, 2007).

Ο Roberts (1998) αποτυπώνοντας την εμπειρία του προτείνει πως οι ομοιοπαθητικοί θα μπορούσαν να έχουν οφέλη από την συμβουλευτική (counselling) και την ψυχοθεραπεία. Χαρακτηριστικά κοινά σημεία των θεραπευτικών αυτών είναι η ανακάλυψη του «τι είναι αυτό που πρέπει να θεραπευτεί». Ο θεραπευόμενος βρίσκεται στο κέντρο της θεραπείας, έτσι ο θεραπευτής δεν μπορεί να εισάγει τον ασθενή σε κάποια κατηγοριοποίηση ή σε ένα σύστημα πεποιθήσεων ή σε μοντέλα υγείας ή κάποιο δόγμα. Κοινή πεποίθηση υπάρχει στο ότι η ασθένεια εκδηλώνεται σε όλα τα επίπεδα του ανθρώπου πνευματικό, νοητικό, συναισθηματικό και το σωματικό. Κατά τη θεραπευτική διαδικασία, η συνειδητοποίηση της αιτίας που εμπλέκεται με τις ενοχλήσεις συνδέεται με ασυνείδητες ρίζες. Οι θεραπευτές θα πρέπει με υπευθυνότητα να υποστηρίζουν για μεγάλο διάστημα τους ασθενείς τους και να μοιράζονται απρόσκοπτα την εμπειρία της θεραπείας.

Σε μια έρευνα όπου ψυχοθεραπευτές ρωτήθηκαν πως ήταν η εμπειρία τους από τους ασθενείς τους όταν κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας τους λάμβαναν ομοιοπαθητικά ιάματα, οι απαντήσεις ήταν εντυπωσιακές. Οι θεραπευτές ανακάλυψαν νέο τρόπο οπτικής του ψυχισμού. Πολλοί συμμετέχοντες αισθάνθηκαν ότι η θεραπεία τους προχωράει πιο γρήγορα και βαθύτερα σε συνδυασμό με ομοιοπαθητικά. Οι ερευνητές παρατήρησαν αύξηση σε όνειρα καθώς και όνειρα ως μηνύματα θεραπείας, ενδείξεις της ψυχικής κινητικότητας. Οι περιγραφές βελτίωσης μπορούν να υποστηρίξουν πως η ομοιοπαθητική συνεργατικά με την ψυχοθεραπεία μπορούν να προσφέρουν στους ασθενείς περισσότερη επίγνωση και γενικότερη λειτουργικότητα, ιδιαίτερα δε όταν η ψυχοθεραπεία έχει «κολλήσει» (Ferris, 2010).

Ο άνθρωπος ως ολότητα είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών του. Κάθε σύστημα χαρακτηρίζεται από ιεραρχική οργάνωση. Η Γεωργία Ψαρρά (2007) αναφέρει, ‘κάθε σύστημα έχει τους δικούς του ιδιαίτερους κανόνες λειτουργίας… Το σύστημα χρειάζεται να είναι ευέλικτο για να προσαρμόζεται στις αλλαγές, να είναι σε θέση να προσλαμβάνει και να μεταδίδει πληροφορίες ύλη και ενέργεια από το περιβάλλον… λειτουργεί έτσι ώστε να διατηρεί μια σταθερή κατάσταση (ομοιόσταση)’.

‘Ο προβληματισμός έγκειται στο ότι κάθε επιστημονική προσέγγιση του νου, πρέπει να εξετάζει τις νοητικές καταστάσεις απ’ έξω, από την οπτική γωνία ενός αντικειμενικού τρίτου προσώπου. Δυστυχώς φαίνεται ότι υπάρχουν σημαντικές πλευρές της νοητικής ζωής που δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές από αυτήν την οπτική παρά μόνο από την οπτική ενός υποκειμενικού πρώτου προσώπου’ (Harman, 1989).

Ο κλάδος της νευροεπιστήμης μας προειδοποιεί ότι δεν υπάρχουν ασφαλή συμπεράσματα στην κατανόηση της παιδικής συμπεριφοράς όταν οι μελέτες γίνονται πάνω σε ζωικά μοντέλα, επειδή τα ζώα έχουν διαφορετικό τρόπο που ενσωματώνουν την εμπειρία και αυτό διαφέρει από είδος σε είδος. Η ανθρώπινη εμπειρία είναι απαραίτητη (Twardosz, 2012, σελ.113).

Η ιατρική με την τεχνολογική εξέλιξη των τελευταίων ετών έχει αποκτήσει ισχυρή γνώση στην κατανόηση στη φυσιολογία των ανθρώπινων λειτουργιών. Η γνώση των εμπλεκόμενων μηχανισμών της φυσιολογίας στις χρόνιες ασθένειες, έχει βοηθήσει στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Στις χρόνιες εκδηλώσεις των παθήσεων η αντιμετώπιση αφορά την αποκατάσταση της μηχανικής λειτουργικότητας και της φυσικοχημικής ισορροπίας (Χαριτάκης, 2009).

Ο Γιώργος Χαριτάκης (2009, σελ. 23-24) αναφέρει, ‘ Η εμφάνιση των συμπτωμάτων είναι ενδεικτική της αντίδρασης του οργανισμού… δεν θεωρούνται ασθένειες ούτε ατέλειες αλλά εξελιγμένοι αμυντικοί μηχανισμοί… Υπό το πρίσμα αυτό η θεώρηση της υγείας δεν προβάλλεται στη στατική αντίληψη των ανατομικών και βιοχημικών μηχανισμών… Τα διάφορα συμπτώματα που παρουσιάζονται σε έναν οργανισμό δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται επιθετικά και να καταστέλλονται, γιατί αν αυτές οι «προσαρμοστικές» διαταραχές υπερθεραπευτούν (ασυμπτωματική κατάσταση, δικό μου), το σύνολο του οργανισμού θα μεταβεί σε ένα βαθύτερο στάδιο όπου θα εμφανιστούν χρόνια νοσήματα ή ακόμα και ο θάνατος (γενικότερη επιδείνωση της υγείας, δικό μου)’.

Η συννοσηρότητα αναφέρεται στη συνύπαρξη δύο ή περισσοτέρων διαφορετικών διαγνώσεων. Βέβαια, εμφανίζονται αρκετοί επιστήμονες που την θεωρούν μια αμφιλεγόμενη έννοια καθώς δημιουργούνται ξεχωριστές κλινικές οντότητες όπου τις περιπτώσεις ψυχικών διαταραχών, «οι διαταραχές» να μην διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους. Η προσοχή μας θα πρέπει να εστιάζεται στην κατανόηση της επιγένεσης των προβλημάτων (Κάκουρος, Μανιαδάκη, 2006). Στην ομοιοπαθητική δεν υπάρχουν πολλές ασθένειες μαζί αλλά πάντα μια, διακρίνουμε μια ολιστική εικόνα.

Απαντήσεις – Προτάσεις

Υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός ειδών διαφορετικής συμπεριφοράς, προσωπικοτήτων και χαρακτηριστικών των παιδιών που τυγχάνουν κάτω από την ίδια διαγνωστική ταμπέλα συνδρόμων και διαταραχών με αποτέλεσμα να εξαφανίζεται η διαφορετικότητα.

‘ Είναι βασική αρχή ότι κάθε οργανισμός αποτελεί μια αδιάσπαστη ολότητα. Δεν μπορεί να διαχωριστεί σε διαφορετικά μέρη καθένα από τα οποία οδηγεί σε ειδικές ασθένειες ή διαγνωστικές κατηγορίες (Χαριτάκης, 2009. σελ. 261).

Το ομοιοπαθητικό θεραπευτικό ίαμα δεν κατανοείται μέσω της φυσιολογίας και παρακάμπτει εντελώς την παθολογία ως έννοια κατανόησης της ασθένειας. ‘Ανάμεσα στην ομοιοπαθητική και τη συμβατική ιατρική δεν φαίνεται να υπάρχει κάτι κοινό’, αναφέρει ο Jayasuriya (2003). Οι δράσεις τους στον οργανισμό είναι αντίθετες.

O Βυθούλκας (2007) λέει, ‘Σε καμιά περίπτωση δεν υπάρχει αντιπαράθεση. Η Ομοιοπαθητική δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα και τη χρησιμότητα της συμβατικής ιατρικής και σε καμιά περίπτωση δεν επιθυμεί την κατάργησή της. Οι δύο προσεγγίσεις μπορεί να είναι συμπληρωματικές’.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ζητάει από τα κράτη να ενσωματώσουν τις εναλλακτικές και παραδοσιακές θεραπευτικές, για τη βελτίωση και την ασφαλέστερη περίθαλψη, καθώς και την υποστήριξη της επιλογής των πολιτών στις θεραπείες. Αναφέρει πως τα διαφορετικά θεραπευτικά συστήματα μπορούν να συνυπάρξουν με την πολιτική πρωτοβουλία προμελετημένων αποφάσεων, βασιζόμενες στη γνώση και την κατανόηση. Η προβλεπόμενη αύξηση των χρόνιων ασθενειών που περιλαμβάνει και την παιδική ηλικία, αποτελεί επείγοντα λόγο για τη συνεργασία της συμβατικής ιατρικής και των Παραδοσιακών και Συμπληρωματικών θεραπειών (WHO, 2013).

Η Jane Ferris (2010) αναφέρει, ‘ Η εκπαίδευση των θεραπευτών και των πελατών για την ομοιοπαθητική είναι επιτακτικής ανάγκης μέσα στη ιατρικώς προσανατολισμένη κουλτούρα που θέτει στους όρους ότι ο καθένας μας είναι μια ξεχωριστή ύπαρξη στη γη’ (Zee van der Harry, 2010).

Η ομοιοπαθητική μπορεί να συνεργαστεί και να βοηθήσει όλες τις ειδικότητες που πλαισιώνουν σε βοήθεια τα προβλήματα των παιδιών. Είναι πολύ σημαντικό να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα των κανόνων της ομοιοπαθητικής κατά την εφαρμογή της για να μπορέσουμε να επωφεληθούμε από αυτήν. Κάθε απόκλιση στα πλαίσια κατανόησης και εφαρμογής δεν μπορεί να αποκαλείται Ομοιοπαθητική.

Βιβλιογραφία

Βαρσακέλη, Χαρά (2005). “Ο αριθμός παιδιών που καταναλώνουν ψυχιατρικά φάρμακα αυξάνεται απότομα”. Ομοιοπαθητική Ιατρική 32, (16-17).

Βυθούλκας, Γιώργος (2001). Ομοιοπαθητική, η Ιατρική για τη Νέα Χιλιετία. Αθήνα: Εκδ. Παρισιάνου

Βυθούλκας, Γιώργος (2005). Η Επιστήμη της Ομοιοπαθητικής. Αθήνα: Εκδ. Διεθνούς Ακαδημίας Ομοιοπαθητικής Ιατρικής.

Βυθούλκας, Γιώργος (2007). “Η Ομοιοπαθητική και η συμβατική ιατρική δεν είναι ανταγωνιστικές”. Ομοιοπαθητική Ιατρική 41, (6-9).

Ferris, A. Jane (2010). Is Homeopathy Useful in Psycotherapy ?.Harry van der Zee (Επιμ.Έκδ.) Homeopathy and Mental Health Care. (255-263).Ηomeolinks Publiser

Frei, Everts (2001). ‘Treatment for hyperactive children: homeopathy and methylphenidate compared in a family setting’. British Homeopathic Journal 90, (183-188).

Frei, Everts et al, (2005). ‘RTC with Homeopathic traetmentof ADHD’.European Journal of Pediatrics 164, (758-767).

Ghatak, N. (2003). “Η θεραπεία με την Ομοιοπαθητική”.AlterVet 2, (23-24). Ginger, Serge 2007. ΘεραπείαGestult: Η Τέχνη της Επικοινωνίας. Αθήνα: Εκδ. Π.

Ασημάκη.

Gray, Bill (2000). Ομοιοπαθητική: Επιστήμη ή Μύθος. Μτφ. Πένυ Φυλακτάκη. Θεσ/νικη: University Studio Press.

Hahnemann, Samouel (1842). ΟΡΓΑΝΟΝ της Θεραπευτικής Τέχνης. Μτφ. Γιώργος Παπαφιλίππου. Αθήνα: Πύρινος Κόσμος.

Harman, Gilbert (1989). Foundations of Cognite Science.M.Posner (Επιμ. Έκδ.).Ch.21. MITPress. Γνωσιακή Επιστήμη: Η Νέα Επιστήμη του Νου. Στέλλα Βοσνιάδου (Επιμ. Έκδ.), (2004).. Φιλοσοφικά Ζητήματα της Γνωσιακής Επιστήμης: τα Qualia, η προθετικότητα και το πρόβλημα νου-σώματος. Μτφ. Όλγα Μαργαρίτη Κεφ.11. Gutenberg.

Jayasyriya, A. (2003). “Ομοιοπαθητική: επιστήμη ή Δόγμα; Μια κριτική Αξιολόγηση”. AlterVet 2, (13-16)

Κάκουρος, Ε. & Μανιαδάκη, Κ. (2006). Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων: Αναπτυξιακή προσέγγιση. Αθήνα: Τυπωθήτω. (34-35)

Καρδάνη, Ελπίδα (2008). Συζητήσεις και Αντιπαραθέσεις σχετικά με τις Προσπάθειες Φυσικοχημικής Ερμηνείας της Δράσης των Φαρμάκων στα Πλαίσια των Διαφορετικών Κατευθύνσεων της Ιατρικής Σκέψης κατά τον 19ο και τις Αρχές του 20ου Αιώνα. Αθήνα: Διδακτορική διατριβή.

Kent, Tyler James ( 1900 ). Lectures on Homeopathic Philosophy.7th edition. India: B.JAIN Publishers

Kumar, M. et al (2014). ‘Use of Homeopathic Remedies in the Management of Learning Disabilities’. Indian Journal of Research in Homeopathy, Vol. 8, Issue 2, (87-94).

Lamont, John (1997). ‘Homeopathic Treatment of ADHD: A Controlled Study’. British Homeopathic Journal, Vol.86, Issue 4, (196-200).

Macedo, Georgia Regina de Menezes Fonseca et al. (2008). ‘Effect of Homeopathic Medication on the Cognitive and Motor Performance of Autistic Children’.IntJHighDilutionRes, 7(23), (63-71).

Praveen, O. et al (2013). ‘Homeopathic Management of Attention Deficit Hyperativity Disorder: A Randomised placebo-controlled pilot trial’. Indian Journal of Research in Homeopathy Vol.7, Issue 4, (158-167).

Praful, M. et al (2014).‘Effectiveness of Homeopathic Therapeutics in the Management of Childhood Autism Disorder’.Indian Journal of Research in Homeopathy, Vol.8, Issue 3, (147-159).

Roberts, Ernest (1998). “The Relationship between Homeopathy, Therapy and Counselling”. The Homeopath No 70, (46-49).

Swayne, Jeremy (2008). “Truth, proof and evidence Homeopathy and the medical paradigm”. Homeopathy 97, (89–95).

Torako,Yui (2008) Homeopathic approach to Developmental Disorders. Homeopathic Publishing Ltd

Twardosz, Sandra (2012). “ Effects of Experience on the Brain: The Role of Neuroscience in Early Development and Education”. Early Education and Development, 23:1, (96-119).

Ullman-Reichenberg, Judyth, Ullman, R. Luepker, I. (2005). A drug-free approach to Asperger syndrome and Autism. Picnic Piont Press

Ullman-Reichenberg, Judyth, Ullman, R. (2000). Ritalin free kids. Three Rivers Press

World Health Organization, 2013. WHO Traditional Medicine Strategy 2014-2023.

Weiner, Michael (1991). Το Πλήρες Βιβλίο της Ομοιοπαθητικής. Αθήνα:Διόπτρα

Whitmont, E. (1980). Psyche and Substance: Essays on Homeopathy in the Light of Jungian Psychology. Berkeley: North Atlantic Books

Χαριτάκης, Εμμ. Γεώργιος, (2009). Η Συστημική Σκέψη στη Μελέτη και στη Σχεδίαση των Ολιστικών Θεραπευτικών Συστημάτων με κύρια αναφορά στην Κλασσική Ομοιοπαθητική. Διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

Ψαρρά Γεωργία, (2007). Προβλήματα Συμπεριφοράς στο Σχολείο: η Οικοσυστημική Προσέγγιση. Ε. Μακρή-Μπότσαρη (Επιμ. Έκδ.), Διαχείριση Προβλημάτων Σχολικής Τάξης. (Σελ.310). Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.

Leave a Reply